- κενοδρομέουσα
- κενοδρομέωto be without attendant planetspres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενοδρομώ — κενοδρομῶ έω (Α) (κυρ. στην αστρολ., για αστρικά σώματα) τρέχω μόνος, τρέχω χωρίς συνοδεία, χωρίς δορυφόρους («ἐν γενέθλῃσι κενοδρομέουσα Σελήνη», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. κυνο δρομώ, πελαγο δρομώ] … Dictionary of Greek